επεξήγηση

επεξήγηση
η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ]
1. διασάφηση
2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επεξήγηση — η 1. πρόσθεση ή λεπτομερειακή εξήγηση, διασαφήνιση. 2. προσδιορισμός που χρησιμεύει για διασάφηση αόριστης ή γενικής έννοιας και εισάγεται συνήθως με τους συνδέσμους δηλαδή, ότι ή με παράθεση άλλης έννοιας: Μίλησαν και οι δυο τους, δηλ. ο Πέτρος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • επεκδιδαχή — ἐπεκδιδαχή, η (Μ) επεξήγηση, περαιτέρω διασάφηση …   Dictionary of Greek

  • επεξηγηματικός — ή, ό (AM ἐπεξηγηματικός, ή, όν) [επεξήγημα] ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επεξήγηση («επηξηγηματικός τρόπος, σύνδεσμος») …   Dictionary of Greek

  • εφερμήνευμα — ἐφερμήνευμα, τὸ (Μ) [εφερμηνεύω] επεξήγηση, διασάφηση …   Dictionary of Greek

  • εφερμήνευσις — ἐφερμήνευσις, ἡ (ΑΜ) [εφερμηνεύω] επεξήγηση, διασάφηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”